- ὁριζόμενος
- ὁρίζωdividepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
θεματικός — ή, ό (AM θεματικός) [θέμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν») νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα τής συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων μσν. (στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε… … Dictionary of Greek
ՍԱՀՄԱՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0688 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 13c, 14c ա. ὀρικός definitivus. Սահմանիչ. որոշիչ. որոշողական. վճռական. *Եղիցի անունն սահմանական: Զի թէ սահմանական գոլ ախորժեսցին զանեղութիւնն անուն: Ոչ ուրեմն է սահմանական բանիւ համարի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)